- ναυαγιαίρεση
- [-ις (-εως)], ναυαγιαίρεσία η мор. спасательные работы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυαγιαίρεση — η 1. (νομ.) η θαλάσσια αρωγή 2. ναυτ. η εργασία ανέλκυσης πλοίου από τον βυθό τής θάλασσας ή λίμνης στην επιφάνειά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυάγιο + αἵρεση (< αἱρῶ «κυριεύω») αντί τού ορθότερου σημασιολογικά τ. ναυγί αρση (< αἴρω «συλλέγω»). Πιθ … Dictionary of Greek
ναυαγιαιρεσία — η ναυαγιαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυαγιαίρεση + κατάλ. ία. Η λ. αποτελεί πιθ. απόδοση τού γαλλ. sauvetage «διάσωση πλοίου» (βλ. λ. ναυαγιαίρεση). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγλ. Βλάχου.] … Dictionary of Greek